Μανιασμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: μανιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiaurus, nirtulingas, smarkus, nuožmus, Wściekle, nepaprastai, audringai, beprotiškai
Μανιασμένος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιασμένος

μανιασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μανιασμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μανεκέν στα λιθουανικά - manekenas, manekeno, Mannequin
  • μανιακός στα λιθουανικά - maniakas, Maniac, maniaku, maniakinis, Maniak
  • μανιβέλα στα λιθουανικά - skriejikas, rankena, keistuolis, niurzga, alkūninis svertas
  • μανικέτι στα λιθουανικά - rankogalis, rankogalių, niuksas, kukis, antrankis
Τυχαίες λέξεις
Μανιασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žiaurus, nirtulingas, smarkus, nuožmus, Wściekle, nepaprastai, audringai, beprotiškai