Μανιασμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μανιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιασμένος
μανιασμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μανιασμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μανεκέν στα λευκορωσικά - манекен, манекены
- μανιακός στα λευκορωσικά - маньяк, маньяка
- μανιβέλα στα λευκορωσικά - дзяржальня, рукаятка, ручка, тронак
- μανικέτι στα λευκορωσικά - абшэўка
Τυχαίες λέξεις
Μανιασμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дзіка
Μεταφράσεις: дзіка