Μανιασμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: μανιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хворобливий, дужий, шалений, сильний, гарячий, дико
Μανιασμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιασμένος

μανιασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μανιασμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μανεκέν στα ουκρανικά - метод, звичай, фасон, мода, краєвид, пілотований, спосіб, ...
  • μανιακός στα ουκρανικά - блідий, маніяк, маньяк, маніяка
  • μανιβέλα στα ουκρανικά - примха, примху, розхитаний, забаганка, згинати, рукоятка, руків'я, ...
  • μανικέτι στα ουκρανικά - манжета, вилога, нарукавник, манжету, манжети, манжет
Τυχαίες λέξεις
Μανιασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хворобливий, дужий, шалений, сильний, гарячий, дико