Μαχαιρώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μαχαιρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кортик, кама, Dirk, Дирк, камата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαχαιρώνω
μαχαιρώνω ονειροκρίτης, μαχαιρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μαχαιρώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μαχαίρι στα βουλγαρικά - кинжал, нож, ножа, нож за, ножче
- μαχαιροπήρουνα στα βουλγαρικά - прибори, прибори за хранене, прибори за, посуда, ножарски
- μαχαλάς στα βουλγαρικά - район, махала, ново село
- μαχητικός στα βουλγαρικά - войнствен, войнствено, войнствени, борбен, войнствена
Τυχαίες λέξεις
Μαχαιρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кортик, кама, Dirk, Дирк, камата
Μεταφράσεις: кортик, кама, Dirk, Дирк, камата