Μαχαιρώνω στα δανικά

Μετάφραση: μαχαιρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stikke, dirk
Μαχαιρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαχαιρώνω

μαχαιρώνω ονειροκρίτης, μαχαιρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, μαχαιρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαχαίρι στα δανικά - dolk, daggert, kniv, kniven, knive, knife
  • μαχαιροπήρουνα στα δανικά - bestik, knive, bestikket, klipperedskaber
  • μαχαλάς στα δανικά - kvart, bydel, fjerdedel, distrikt, herred, Mahala, Ukendt Mahala
  • μαχητικός στα δανικά - kampklar, kamplystne, stridbar, kamplysten, kampberedte
Τυχαίες λέξεις
Μαχαιρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stikke, dirk