Μαχαιρώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: μαχαιρώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torkama, dirk
Μαχαιρώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαχαιρώνω

μαχαιρώνω ονειροκρίτης, μαχαιρώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, μαχαιρώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μαχαίρι στα εσθονικά - pistoda, nuga, noa, knife, noaga
  • μαχαιροπήρουνα στα εσθονικά - noad, söögiriistad, söögiriistade, lõikeriistad, lõikeriistade, söögiriistu
  • μαχαλάς στα εσθονικά - ringkond, veerandik, naabrus, ümbruskond, veerand, piirkond, kvartal, ...
  • μαχητικός στα εσθονικά - sõjakas, võitlev, võitlushimuline, taisteluhengestänne, võitlushimulisi, võitlusvõimeliste, Võitlemise abivalmis
Τυχαίες λέξεις
Μαχαιρώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: torkama, dirk