Μαχαιρώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μαχαιρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удар, заколоти, колоти, кортик, кортика
Μαχαιρώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαχαιρώνω

μαχαιρώνω ονειροκρίτης, μαχαιρώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαχαιρώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μαχαίρι στα ουκρανικά - кинджал, нож, ніж, ножа
  • μαχαιροπήρουνα στα ουκρανικά - столові прилади, столові прибори, столове приладдя
  • μαχαλάς στα ουκρανικά - відділок, округ, сусіди, округи, ділянку, кварта, околиці, ...
  • μαχητικός στα ουκρανικά - бойової, бойовий, бойовій, бойовою, бойового
Τυχαίες λέξεις
Μαχαιρώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: удар, заколоти, колоти, кортик, кортика