Μετριοπάθεια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μετριοπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умереност, модератора, умереността, забавяне, модериране
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετριοπάθεια
μετριοπάθεια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μετριοπάθεια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μετριάζω στα βουλγαρικά - характер, отслабям, ярост, Бате, Bate, Бейт
- μετρικός στα βουλγαρικά - метрическия, метричен, метрични, показател, метрична, метрика
- μετριοπαθής στα βουλγαρικά - умерен, умерено, умерена, умерени, средно
- μετριοφροσύνη στα βουλγαρικά - скромност, скромността, благоприличие, скромно
Τυχαίες λέξεις
Μετριοπάθεια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: умереност, модератора, умереността, забавяне, модериране
Μεταφράσεις: умереност, модератора, умереността, забавяне, модериране