Μετριοπάθεια στα γερμανικά
Μετάφραση: μετριοπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
moderation, mäßigung, mäßigkeit, Mäßigung, Moderation, Maßen, Moderations, Maß
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετριοπάθεια
μετριοπάθεια λεξικό γλώσσας γερμανικά, μετριοπάθεια στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- μετριάζω στα γερμανικά - zorn, wut, mittelmäßig, temperament, mildern, massig, mäßig, ...
- μετρικός στα γερμανικά - metrisch, Metrik, metrischen, metrische
- μετριοπαθής στα γερμανικά - dämpfen, mittelmäßig, mildern, massig, mäßig, gemäßigt, mäßigen, ...
- μετριοφροσύνη στα γερμανικά - genügsamkeit, bescheidenheit, Bescheidenheit, Schamhaftigkeit, Schamgefühl, Sittsamkeit
Τυχαίες λέξεις
Μετριοπάθεια στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: moderation, mäßigung, mäßigkeit, Mäßigung, Moderation, Maßen, Moderations, Maß
Μεταφράσεις: moderation, mäßigung, mäßigkeit, Mäßigung, Moderation, Maßen, Moderations, Maß