Μετριοπάθεια στα πολωνικά

Μετάφραση: μετριοπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spowalnianie, mitygowanie, umiar, powściąganie, umiarkowanie, powściągliwość, wstrzemięźliwość, moderacja
Μετριοπάθεια στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μετριοπάθεια

μετριοπάθεια λεξικό γλώσσας πολωνικά, μετριοπάθεια στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μετριάζω στα πολωνικά - łagodzenie, poskramiać, hamować, narozrabiać, spowalniać, mierny, charakter, ...
  • μετρικός στα πολωνικά - metryczny, miarowy, metryczne, metryki, metryka, metrycznych
  • μετριοπαθής στα πολωνικά - moderować, oględny, spowalniać, wstrzemięźliwy, powstrzymywać, mitygować, uspokajać, ...
  • μετριοφροσύνη στα πολωνικά - wstydliwość, skromność, skromności, skromnością, modesty
Τυχαίες λέξεις
Μετριοπάθεια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: spowalnianie, mitygowanie, umiar, powściąganie, umiarkowanie, powściągliwość, wstrzemięźliwość, moderacja