Μετριοπάθεια στα τούρκικα

Μετάφραση: μετριοπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ılımlılık, moderasyon, denetleme, moderatör, ılımlı
Μετριοπάθεια στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μετριοπάθεια

μετριοπάθεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, μετριοπάθεια στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μετριάζω στα τούρκικα - azaltmak, mizaç, yumuşatmak, hafifletmek, yatıştırmak, hiddet, bate, ...
  • μετρικός στα τούρκικα - metrik, mt, ölçüm, metriği
  • μετριοπαθής στα τούρκικα - yumuşatmak, hafifletmek, azaltmak, yatıştırmak, ılımlı, orta, orta derecede, ...
  • μετριοφροσύνη στα τούρκικα - tevazu, alçakgönüllülük, alçak gönüllülük, mütevazılık
Τυχαίες λέξεις
Μετριοπάθεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ılımlılık, moderasyon, denetleme, moderatör, ılımlı