Ογκώδης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ογκώδης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обемист, обемисти, масивно, обемиста, обемни
Ογκώδης στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ογκώδης

ογκώδησ συνώνυμα, ογκώδης συνώνυμο, ογκώδης άγνοια, ογκώδης βικιλεξικο, ογκώδης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ογκώδης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οβίδα στα βουλγαρικά - раковина, черупка, обвивка, черупки, черупката, корпус
  • οβελίσκος στα βουλγαρικά - обелиск, обелиска, кръстче
  • οδήγηση στα βουλγαρικά - шофиране, управление, на шофиране, шофирането, за управление
  • οδηγία στα βουλγαρικά - директива, на Директива
Τυχαίες λέξεις
Ογκώδης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обемист, обемисти, масивно, обемиста, обемни