Ογκώδης στα ολλανδικά
Μετάφραση: ογκώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
massief, omvangrijk, lijvig, omvangrijke, volumineuze, volumineus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ογκώδης
ογκώδησ συνώνυμα, ογκώδης συνώνυμο, ογκώδης άγνοια, ογκώδης βικιλεξικο, ογκώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ογκώδης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- οβίδα στα ολλανδικά - beschieten, kinkhoorn, huisje, rugschild, schaal, schild, schelp, ...
- οβελίσκος στα ολλανδικά - obelisk, obelisk van, obelisk te
- οδήγηση στα ολλανδικά - aandrijving, rijden, driving, drijvende, rij
- οδηγία στα ολλανδικά - richtlijn, instructie, van Richtlijn, richtlijn van, de richtlijn
Τυχαίες λέξεις
Ογκώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: massief, omvangrijk, lijvig, omvangrijke, volumineuze, volumineus
Μεταφράσεις: massief, omvangrijk, lijvig, omvangrijke, volumineuze, volumineus