Οικοδεσπότης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οικοδεσπότης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
домакин, гостоприемник, хост, множество, домакина
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικοδεσπότης
η οικοδεσπότης, οικοδεσπότης αγγλικα, οικοδεσπότης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οικοδεσπότης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οικογένεια στα βουλγαρικά - семейство, домакинство, смеся, семейството, семейна, семеен, семейния
- οικοδέσποινα στα βουλγαρικά - домакиня, стюардеса, домакинята, домакините, домакини
- οικοδομώ στα βουλγαρικά - построи, изграждане, изгради, изграждане на, се изгради
- οικοδόμος στα βουλγαρικά - строител, Builder, строителя, строител на
Τυχαίες λέξεις
Οικοδεσπότης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: домакин, гостоприемник, хост, множество, домакина
Μεταφράσεις: домакин, гостоприемник, хост, множество, домакина