Οικοδεσπότης στα ολλανδικά

Μετάφραση: οικοδεσπότης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herbergier, gastheer, logementhouder, waard, ontvangende, ontvangst, samen, van ontvangst
Οικοδεσπότης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικοδεσπότης

η οικοδεσπότης, οικοδεσπότης αγγλικα, οικοδεσπότης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικοδεσπότης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικογένεια στα ολλανδικά - huishouding, geboorte, huis, huishouden, geslacht, categorie, afkomst, ...
  • οικοδέσποινα στα ολλανδικά - gastvrouw, hostess, stewardess, waardin
  • οικοδομώ στα ολλανδικά - begrip, aanleggen, metselen, maken, bouwen, construeren, bouw, ...
  • οικοδόμος στα ολλανδικά - bouwondernemer, aannemer, bouwer, builder, bouwer van, bouwmeester
Τυχαίες λέξεις
Οικοδεσπότης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: herbergier, gastheer, logementhouder, waard, ontvangende, ontvangst, samen, van ontvangst