Οικοδεσπότης στα δανικά

Μετάφραση: οικοδεσπότης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vært, host, værten, masse, væld
Οικοδεσπότης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικοδεσπότης

η οικοδεσπότης, οικοδεσπότης αγγλικα, οικοδεσπότης λεξικό γλώσσας δανικά, οικοδεσπότης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οικογένεια στα δανικά - familie, blod, husstand, familien, familieoversigt, familieoversigt er, familiens
  • οικοδέσποινα στα δανικά - værtinde, værtinden
  • οικοδομώ στα δανικά - bygge, konstruere, fremstille, opbygge, bygger, skabe, at bygge
  • οικοδόμος στα δανικά - builder, bygherre, bygmester, bygherren, entreprenøren
Τυχαίες λέξεις
Οικοδεσπότης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vært, host, værten, masse, væld