Ορθώνομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ορθώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възниквам, добър, добро, добре, добра, добри
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθώνομαι
ορθώνομαι συνώνυμα, ορθώνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ορθώνομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ορθόδοξος στα βουλγαρικά - ортодоксален, православен, православна, ортодоксалната, ортодоксалния
- ορθότητα στα βουλγαρικά - прямота, правилност, коректност, коректността, верността, точност
- ορθώνω στα βουλγαρικά - добър, добро, добре, добра, добри
- οριακός στα βουλγαρικά - граница, маргинален, пределен, пределната, пределното, пределния
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възниквам, добър, добро, добре, добра, добри
Μεταφράσεις: възниквам, добър, добро, добре, добра, добри