Ορθώνομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: ορθώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fizetésemelés, béremelés, feltörés, felemelkedés, emelkedés, jó, a jó, jó ár, jól, helyes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθώνομαι
ορθώνομαι συνώνυμα, ορθώνομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ορθώνομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ορθόδοξος στα ουγγρικά - ortodox, Orthodox, az ortodox, ortodoxok, görögkeleti
- ορθότητα στα ουγγρικά - ajánlatosság, helyességét, korrektség, helyességéért, helyességének, helytállóságát
- ορθώνω στα ουγγρικά - jó, a jó, jó ár, jól, helyes
- οριακός στα ουγγρικά - marginális, aktív, elhanyagolható, csekély, széli
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fizetésemelés, béremelés, feltörés, felemelkedés, emelkedés, jó, a jó, jó ár, jól, helyes
Μεταφράσεις: fizetésemelés, béremelés, feltörés, felemelkedés, emelkedés, jó, a jó, jó ár, jól, helyes