Ορθώνομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: ορθώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alzarsi, ascesa, aumento, lievitazione, salita, rialzo, buono, bene, buona, buon, buone
Ορθώνομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθώνομαι

ορθώνομαι συνώνυμα, ορθώνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορθώνομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ορθόδοξος στα ιταλικά - ortodosso, ortodossa, ortodossi, Orthodox
  • ορθότητα στα ιταλικά - correttezza, la correttezza, esattezza, regolarità, di correttezza
  • ορθώνω στα ιταλικά - fabbricare, diritto, rizzare, costruire, buono, bene, buona, ...
  • οριακός στα ιταλικά - marginale, marginali, marg
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: alzarsi, ascesa, aumento, lievitazione, salita, rialzo, buono, bene, buona, buon, buone