Ορθώνομαι στα δανικά

Μετάφραση: ορθώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stige, god, godt, gode, en god
Ορθώνομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθώνομαι

ορθώνομαι συνώνυμα, ορθώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, ορθώνομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ορθόδοξος στα δανικά - ortodokse, ortodoks, Orthodox, den ortodokse
  • ορθότητα στα δανικά - korrekthed, rigtigheden, korrekte, rigtighed, korrekt
  • ορθώνω στα δανικά - god, godt, gode, en god
  • οριακός στα δανικά - grænse, marginal, marginale, randnr, marginalt
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stige, god, godt, gode, en god