Ορθώνομαι στα σουηδικά

Μετάφραση: ορθώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stiga, bra, god, goda, gott
Ορθώνομαι στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθώνομαι

ορθώνομαι συνώνυμα, ορθώνομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορθώνομαι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ορθόδοξος στα σουηδικά - ortodox, ortodoxa, ortodoxt, Orthodox, den ortodoxa
  • ορθότητα στα σουηδικά - korrekthet, riktigheten, korrekta, riktighet, är korrekta
  • ορθώνω στα σουηδικά - bygga, uppföra, bra, god, goda, gott
  • οριακός στα σουηδικά - gräns, marginell, marginella, marginal, marginalnummer, marginellt
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stiga, bra, god, goda, gott