Ορθώνομαι στα εσθονικά
Μετάφραση: ορθώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõus, suurendama, hea, head, heade, häid, heas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθώνομαι
ορθώνομαι συνώνυμα, ορθώνομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, ορθώνομαι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ορθόδοξος στα εσθονικά - ortodoksne, õigeusu, õigeusklik, üldtunnustatud, ortodoksse
- ορθότητα στα εσθονικά - soovitatavus, mõistlikkus, õigsust, õigsuse, korrektsuse, korrektsust, õigsuses
- ορθώνω στα εσθονικά - püstitama, seisev, jäik, hea, head, heade, häid, ...
- οριακός στα εσθονικά - piir, piirjoon, marginaalne, marginaalsed, marginaalse, äärenumbri, marginaalseks
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tõus, suurendama, hea, head, heade, häid, heas
Μεταφράσεις: tõus, suurendama, hea, head, heade, häid, heas