Ορθώνομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: ορθώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kajastaa, kohota, syntymä, nousu, enetä, hyvä, hyvää, hyvän, hyviä, hyvät
Ορθώνομαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθώνομαι

ορθώνομαι συνώνυμα, ορθώνομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ορθώνομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορθόδοξος στα φινλανδικά - oikeaoppinen, ortodoksi, ortodoksinen, ortodoksisen, orthodox
  • ορθότητα στα φινλανδικά - oikeellisuuden, oikeellisuutta, oikeellisuudesta, oikeellisuus, korrektiuden
  • ορθώνω στα φινλανδικά - rakentaa, suora, pystyssä, perustaa, pysty, hyvä, hyvää, ...
  • οριακός στα φινλανδικά - rajalinja, rajaviiva, raja, heikko, marginaalinen, reunanumeron, reunanumero, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθώνομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kajastaa, kohota, syntymä, nousu, enetä, hyvä, hyvää, hyvän, hyviä, hyvät