Πατρονάρισμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πατρονάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патронаж, покровителство, патронажа, меценатството, подкрепа
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατρονάρισμα
πατρονάρισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πατρονάρισμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πατριώτης στα βουλγαρικά - патриот, родолюбец, патриота
- πατρογονικός στα βουλγαρικά - по мъжка линия, мъжка линия, протекционистичната, по мъжка, протекционистичен
- πατρότητα στα βουλγαρικά - бащинство, бащинството, на бащинството, за бащинство
- πατσάς στα βουλγαρικά - шкембе, шкембета, боклук, безсмислици
Τυχαίες λέξεις
Πατρονάρισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: патронаж, покровителство, патронажа, меценатството, подкрепа
Μεταφράσεις: патронаж, покровителство, патронажа, меценатството, подкрепа