Πατρονάρισμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: πατρονάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клієнтура, заступництво, шефство, піклування, участь, покровительство
Πατρονάρισμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πατρονάρισμα

πατρονάρισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πατρονάρισμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πατριώτης στα ουκρανικά - патріот, патриот
  • πατρογονικός στα ουκρανικά - спадковий, родовий, атавістичний, родової, пологової, родовою, родовій
  • πατρότητα στα ουκρανικά - батьківство, джерело, джерельце, авторство
  • πατσάς στα ουκρανικά - нісенітниця, рубець, дурниця, кендюх
Τυχαίες λέξεις
Πατρονάρισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: клієнтура, заступництво, шефство, піклування, участь, покровительство