Πηνίο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πηνίο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
макара, макарата, шпула, буфера
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηνίο
πηνίο ηλεκτροβάνας, πηνίο τεσλα, πηνίο ανάφλεξης, πηνίο έλλειψησ τάσησ, πηνίο εργασίας, πηνίο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πηνίο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πηδάλιο στα βουλγαρικά - шлем, рул, кормило, руля, на руля, кормилото
- πηδώ στα βουλγαρικά - скок, скочи, скачат, да скочи, прескача
- πιάνομαι στα βουλγαρικά - дръжка, хващане, хватка, сцепление, захват
- πιάνω στα βουλγαρικά - хватка, ограда за добитък, Corral, ограда, Корал
Τυχαίες λέξεις
Πηνίο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: макара, макарата, шпула, буфера
Μεταφράσεις: макара, макарата, шпула, буфера