Πηνίο στα ουγγρικά
Μετάφραση: πηνίο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orsó, spool, orsót, dob, orsón
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηνίο
πηνίο ηλεκτροβάνας, πηνίο τεσλα, πηνίο ανάφλεξης, πηνίο έλλειψησ τάσησ, πηνίο εργασίας, πηνίο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πηνίο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πηδάλιο στα ουγγρικά - kormánylapát, oldalkormány, kormány, kormánylapátot, kormányt
- πηδώ στα ουγγρικά - meghágás, felpattanás, szökkenés, rétegeltolódás, ugrató, ugróakadály, fedeztetés, ...
- πιάνομαι στα ουγγρικά - markolat, fogást, tapadás, tapadást, fogantyú
- πιάνω στα ουγγρικά - megmarkolás, elkapás, szorítás, náthaláz, influenza, kuplung, befogófej, ...
Τυχαίες λέξεις
Πηνίο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: orsó, spool, orsót, dob, orsón
Μεταφράσεις: orsó, spool, orsót, dob, orsón