Πηνίο στα ισλανδικά
Μετάφραση: πηνίο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spool, prentraðarmöppu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηνίο
πηνίο ηλεκτροβάνας, πηνίο τεσλα, πηνίο ανάφλεξης, πηνίο έλλειψησ τάσησ, πηνίο εργασίας, πηνίο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πηνίο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πηδάλιο στα ισλανδικά - stýri, hliðarstýri, hliðarstýrið, stýris
- πηδώ στα ισλανδικά - stökkva, stökk, hoppa, Fara, hoppa í
- πιάνομαι στα ισλανδικά - grip, gripi, botnstykkinu, gripið, grip á
- πιάνω στα ισλανδικά - tak, afli, hald, grípa, Corral
Τυχαίες λέξεις
Πηνίο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: spool, prentraðarmöppu
Μεταφράσεις: spool, prentraðarmöppu