Πηνίο στα δανικά
Μετάφραση: πηνίο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ring, spole, spolen, spool, trådrullen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηνίο
πηνίο ηλεκτροβάνας, πηνίο τεσλα, πηνίο ανάφλεξης, πηνίο έλλειψησ τάσησ, πηνίο εργασίας, πηνίο λεξικό γλώσσας δανικά, πηνίο στα δανικά
Μεταφράσεις
- πηδάλιο στα δανικά - ror, roret, rorets, sideror
- πηδώ στα δανικά - springe, spring, hop, hoppe, løber, jump, hopper
- πιάνομαι στα δανικά - greb, grebet, grip, vejgreb, gribe
- πιάνω στα δανικά - håndtag, hank, fange, gribe, kobling, hestestald, indhegning, ...
Τυχαίες λέξεις
Πηνίο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ring, spole, spolen, spool, trådrullen
Μεταφράσεις: ring, spole, spolen, spool, trådrullen