Πηνίο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πηνίο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
spool, макара, калемот, калем, креирање
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηνίο
πηνίο ηλεκτροβάνας, πηνίο τεσλα, πηνίο ανάφλεξης, πηνίο έλλειψησ τάσησ, πηνίο εργασίας, πηνίο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πηνίο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πηδάλιο στα σλαβομακεδονικά - кормило, кормилото, правецот, Дискрециони
- πηδώ στα σλαβομακεδονικά - Скокни, скок, скокнете, скокне, скокаат
- πιάνομαι στα σλαβομακεδονικά - стисок, зафат, контрола, фат, канџите
- πιάνω στα σλαβομακεδονικά - затвориме, плот за стоката, Corral, ја затвориме
Τυχαίες λέξεις
Πηνίο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: spool, макара, калемот, калем, креирање
Μεταφράσεις: spool, макара, калемот, калем, креирање