Πιστωτής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πιστωτής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кредитор, кредитора, кредитори, кредиторът
Πιστωτής στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστωτής

ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πιστωτής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιητικό στα βουλγαρικά - препоръка, сертификат, удостоверение, сертификат за, свидетелство
  • πιστοποιώ στα βουλγαρικά - удостоверявам, потвърждавам, удостовери
  • πιστόλι στα βουλγαρικά - пистолет, пистолета, оръжие, пушка, оръжието
  • πιστόνι στα βουλγαρικά - бутало, буталата, буталния, бутален, бутални
Τυχαίες λέξεις
Πιστωτής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кредитор, кредитора, кредитори, кредиторът