Πιστωτής στα τσεχικά
Μετάφραση: πιστωτής, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
věřitel, věřitele, věřitelem, věřiteli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστωτής
ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής λεξικό γλώσσας τσεχικά, πιστωτής στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιητικό στα τσεχικά - osvědčení, svědectví, certifikát, vysvědčení, potvrzení, atest, průkaz, ...
- πιστοποιώ στα τσεχικά - legalizovat, potvrdit, osvědčení, osvědčit, vypovídat, atest, svědčit, ...
- πιστόλι στα τσεχικά - kulovnice, zbraň, puška, dělo, pistole, pistoli, gun
- πιστόνι στα τσεχικά - píst, pístu, pístové, pístní, pístem
Τυχαίες λέξεις
Πιστωτής στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: věřitel, věřitele, věřitelem, věřiteli
Μεταφράσεις: věřitel, věřitele, věřitelem, věřiteli