Πιστωτής στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: πιστωτής, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доверителот, доверител, кредиторот, кредитор, давателот
Πιστωτής στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστωτής

ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πιστωτής στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιητικό στα σλαβομακεδονικά - сертификат, сертификатот, уверение, сертификат за, потврда
  • πιστοποιώ στα σλαβομακεδονικά - потврдувам, потврди, потврдат, да потврдат, потврдува
  • πιστόλι στα σλαβομακεδονικά - пиштол, пиштолот, пушка, пиштол за, оружје
  • πιστόνι στα σλαβομακεδονικά - клипот, клипни, клип, клипен, со клип
Τυχαίες λέξεις
Πιστωτής στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: доверителот, доверител, кредиторот, кредитор, давателот