Πιστωτής στα ολλανδικά
Μετάφραση: πιστωτής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuldeiser, crediteur, kredietgever, schuldeisers, crediteuren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστωτής
ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πιστωτής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιητικό στα ολλανδικά - stuk, recommandatie, akte, aanbeveling, uittreksel, bedrijf, getuigschrift, ...
- πιστοποιώ στα ολλανδικά - getuigen, certificeren, waarmerken, verklaren, verklaart, te certificeren
- πιστόλι στα ολλανδικά - roer, geweer, vuurwapen, gun, pistool, kanon
- πιστόνι στα ολλανδικά - zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-
Τυχαίες λέξεις
Πιστωτής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schuldeiser, crediteur, kredietgever, schuldeisers, crediteuren
Μεταφράσεις: schuldeiser, crediteur, kredietgever, schuldeisers, crediteuren