Πιστωτής στα λιθουανικά

Μετάφραση: πιστωτής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kreditorius, kreditoriaus, kreditoriui, kreditorių
Πιστωτής στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστωτής

ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πιστωτής στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιητικό στα λιθουανικά - rekomendacija, pažymėjimas, liudijimas, atestatas, sertifikatas, sertifikatą, sertifikato
  • πιστοποιώ στα λιθουανικά - paliudyti, patvirtinti, patvirtina, patvirtinu
  • πιστόλι στα λιθουανικά - pistoletas, Gun, ginklą, ginklas, Hunai
  • πιστόνι στα λιθουανικά - stūmoklis, stūmoklio, stūmoklių, stūmokliniu, stūmoklinis
Τυχαίες λέξεις
Πιστωτής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kreditorius, kreditoriaus, kreditoriui, kreditorių