Πιστωτής στα ιταλικά
Μετάφραση: πιστωτής, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
creditore, creditori, del creditore, creditrice
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστωτής
ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής λεξικό γλώσσας ιταλικά, πιστωτής στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιητικό στα ιταλικά - certificato, attestato, certificato di, certificati, certificazione
- πιστοποιώ στα ιταλικά - testimoniare, attestare, vidimare, autenticare, giurare, certificare, certifica, ...
- πιστόλι στα ιταλικά - schioppo, fucile, cannone, pistola, gun, la pistola, arma
- πιστόνι στα ιταλικά - stantuffo, pistone, del pistone, pistoni, a pistone
Τυχαίες λέξεις
Πιστωτής στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: creditore, creditori, del creditore, creditrice
Μεταφράσεις: creditore, creditori, del creditore, creditrice