Πιστωτής στα τούρκικα
Μετάφραση: πιστωτής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alacaklı, alacaklının, krediyi, kreditör, kredi veren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστωτής
ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ, πιστωτής λεξικό γλώσσας τούρκικα, πιστωτής στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πιστοποιητικό στα τούρκικα - tavsiye, belge, sertifika, sertifikası, belgesi, certificate, sertifikanın
- πιστοποιώ στα τούρκικα - onaylamak, tasdik, belgelemek, onaylarım, belgelendirmek
- πιστόλι στα τούρκικα - tüfek, silah, gun, tabanca, tabancası
- πιστόνι στα τούρκικα - piston, pistonlu, pistonu, pistonun
Τυχαίες λέξεις
Πιστωτής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: alacaklı, alacaklının, krediyi, kreditör, kredi veren
Μεταφράσεις: alacaklı, alacaklının, krediyi, kreditör, kredi veren