Ράπισμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ράπισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
силна плесница, удрям, Биф, силен удар, Biff
Ράπισμα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράπισμα

ράπισμα ορισμός, το ράπισμα, ράπισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ράπισμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ράντισμα στα βουλγαρικά - келеш, келешче, струя, шприц, спринцовка
  • ράντσο στα βουλγαρικά - ранчо, ранчото, ферма, ферма за, ранчото на
  • ράπτης στα βουλγαρικά - шивач, поръчка, съобразени, по поръчка, според конкретните нужди
  • ράσο στα βουλγαρικά - свещеническо расо, расо, расото, расото си
Τυχαίες λέξεις
Ράπισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: силна плесница, удрям, Биф, силен удар, Biff