Ράπισμα στα λιθουανικά

Μετάφραση: ράπισμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Trinti, Szturchaniec, Belziens, Stiprus smūgis, Szturchać
Ράπισμα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράπισμα

ράπισμα ορισμός, το ράπισμα, ράπισμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ράπισμα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ράντισμα στα λιθουανικά - trykšti, įžūlėlis, aplieti vandeniu, išsišokėlis, akiplėša
  • ράντσο στα λιθουανικά - ranča, Ranch, rančos, rančą, gyventi fermoje
  • ράπτης στα λιθουανικά - siuvėjas, pritaikyti, specialiai, pritaikyta, pritaikytos
  • ράσο στα λιθουανικά - sutana, Šventikas, Dvasininko virstērps, Būsime, Kunigai
Τυχαίες λέξεις
Ράπισμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Trinti, Szturchaniec, Belziens, Stiprus smūgis, Szturchać