Ράπισμα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ράπισμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стукнуць, стукнуў, ўдарыць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράπισμα
ράπισμα ορισμός, το ράπισμα, ράπισμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ράπισμα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ράντισμα στα λευκορωσικά - шпрыц, шпрыцам
- ράντσο στα λευκορωσικά - добра, ранча, ранчы
- ράπτης στα λευκορωσικά - кравец
- ράσο στα λευκορωσικά - раса, рыза
Τυχαίες λέξεις
Ράπισμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стукнуць, стукнуў, ўдарыць
Μεταφράσεις: стукнуць, стукнуў, ўдарыць