Ράσο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ράσο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свещеническо расо, расо, расото, расото си
Ράσο στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράσο

διαμαντόπουλος ράσο, όνειρο ράσο, το ράσο, ράσο νεστέροβιτς, ονειροκρίτης ράσο, ράσο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ράσο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ράπισμα στα βουλγαρικά - силна плесница, удрям, Биф, силен удар, Biff
  • ράπτης στα βουλγαρικά - шивач, поръчка, съобразени, по поръчка, според конкретните нужди
  • ράσπα στα βουλγαρικά - стържене, скрибуцане, пиля, изчегъртвам, казвам с рязък глас
  • ράτσα στα βουλγαρικά - раса, гонки, порода, размножават, се размножават, отглеждат, породата
Τυχαίες λέξεις
Ράσο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: свещеническо расо, расо, расото, расото си