Ράσο στα εσθονικά

Μετάφραση: ράσο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sutaan, Papinkauhtana, Kasukka, pikk kitsas preestrikuub
Ράσο στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράσο

διαμαντόπουλος ράσο, όνειρο ράσο, το ράσο, ράσο νεστέροβιτς, ονειροκρίτης ράσο, ράσο λεξικό γλώσσας εσθονικά, ράσο στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ράπισμα στα εσθονικά - energiline, nüpeldamine, kiire, Löögi, Biff, Nyrkin löök, Löök
  • ράπτης στα εσθονικά - rätsep, õmblema, kohandatud, tailor, kohandada, spetsiaalselt
  • ράσπα στα εσθονικά - raspeldama, kriipima, raspel, raspli, Käest, rasp, raspliga
  • ράτσα στα εσθονικά - sigima, sugupuu, tõug, võidujooks, aretama, rass, aretada, ...
Τυχαίες λέξεις
Ράσο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sutaan, Papinkauhtana, Kasukka, pikk kitsas preestrikuub