Ράσο στα λιθουανικά

Μετάφραση: ράσο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutana, Šventikas, Dvasininko virstērps, Būsime, Kunigai
Ράσο στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράσο

διαμαντόπουλος ράσο, όνειρο ράσο, το ράσο, ράσο νεστέροβιτς, ονειροκρίτης ράσο, ράσο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ράσο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ράπισμα στα λιθουανικά - Trinti, Szturchaniec, Belziens, Stiprus smūgis, Szturchać
  • ράπτης στα λιθουανικά - siuvėjas, pritaikyti, specialiai, pritaikyta, pritaikytos
  • ράσπα στα λιθουανικά - dildė, brūžiklis, džerškėjimas, brūžinti, džerškėti
  • ράτσα στα λιθουανικά - kraujas, kilmė, rasė, auginti, veislė, veisti, veislės, ...
Τυχαίες λέξεις
Ράσο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sutana, Šventikas, Dvasininko virstērps, Būsime, Kunigai