Ράσο στα ολλανδικά
Μετάφραση: ράσο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soutane, toog, cassock, pij, kazuifel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράσο
διαμαντόπουλος ράσο, όνειρο ράσο, το ράσο, ράσο νεστέροβιτς, ονειροκρίτης ράσο, ράσο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ράσο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ράπισμα στα ολλανδικά - sterke slag, Biff, dreun, geklap en, geklap
- ράπτης στα ολλανδικά - tailleur, kleermaker, maat, op maat, tailor, maatwerk
- ράσπα στα ολλανδικά - rasp, raspen, schraper, gekras
- ράτσα στα ολλανδικά - geboorte, stam, fokken, opkweken, afkomst, opfokken, telen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ράσο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: soutane, toog, cassock, pij, kazuifel
Μεταφράσεις: soutane, toog, cassock, pij, kazuifel