Ράσο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ράσο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
расо, свештеник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράσο
διαμαντόπουλος ράσο, όνειρο ράσο, το ράσο, ράσο νεστέροβιτς, ονειροκρίτης ράσο, ράσο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ράσο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ράπισμα στα σλαβομακεδονικά - посилна плесница
- ράπτης στα σλαβομακεδονικά - наменска, кројач, скроени, прилагоден, прилагоди
- ράσπα στα σλαβομακεδονικά - малина, стружење, пила
- ράτσα στα σλαβομακεδονικά - се одгледуваат, раса, одгледуваат, парат, размножуваат
Τυχαίες λέξεις
Ράσο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: расо, свештеник
Μεταφράσεις: расо, свештеник