Σαλιαρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σαλιαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лигавене, слюнка, лиги, лигавя се
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλιαρίζω
σαλιαρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σαλιαρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σαλεύω στα βουλγαρικά - движение, шавам, помествам, помръдна, мръдна, мръдне
- σαλιάζω στα βουλγαρικά - лигавя, лиги, лигавя се, слюнка, лигавене
- σαλιγκάρι στα βουλγαρικά - охлюв, охлюви, на охлюв, Охлювът
- σαλόνι στα βουλγαρικά - диван, салон, Salon, салон за, фризьорски, салона
Τυχαίες λέξεις
Σαλιαρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лигавене, слюнка, лиги, лигавя се
Μεταφράσεις: лигавене, слюнка, лиги, лигавя се