Σαλιαρίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: σαλιαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Naślinić, Bzdurzyć, drool
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλιαρίζω
σαλιαρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σαλιαρίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σαλεύω στα λιθουανικά - judėti, eiga, judinti, veikti, eiti, judintis, nusileisti, ...
- σαλιάζω στα λιθουανικά - apsiseilėti, seilėtis, apseilėti, seilėti, perdėtas sentimentalumas
- σαλιγκάρι στα λιθουανικά - sraigė, SNAIL, sraigės, sėdynėmis SNAIL
- σαλόνι στα λιθουανικά - sofa, salonas, salonai, salone, salono, salon
Τυχαίες λέξεις
Σαλιαρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Naślinić, Bzdurzyć, drool
Μεταφράσεις: Naślinić, Bzdurzyć, drool