Σαπίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σαπίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
унижавам, умъртвявам, умъртвявате, потушавам, огорчавам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαπίζω
σαπίζω αγγλικά, σαπίζω συνώνυμα, σαπίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σαπίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σανδάλι στα βουλγαρικά - сандал, сандалово, обувката, сандалите, сандаловото
- σανός στα βουλγαρικά - сено, сенна, сеното, на сено, слама
- σαπιοκάραβο στα βουλγαρικά - вана, непушачи, телевизор, сешоар
- σαπισμένος στα βουλγαρικά - гнил, гнило, гнила, изгнило, изгнила
Τυχαίες λέξεις
Σαπίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: унижавам, умъртвявам, умъртвявате, потушавам, огорчавам
Μεταφράσεις: унижавам, умъртвявам, умъртвявате, потушавам, огорчавам