Σαπίζω στα δανικά
Μετάφραση: σαπίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rådne, såre dybt, dræber, døder, hjælp dræber
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαπίζω
σαπίζω αγγλικά, σαπίζω συνώνυμα, σαπίζω λεξικό γλώσσας δανικά, σαπίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- σανδάλι στα δανικά - sandal, sandalen, sandaler, sandalens
- σανός στα δανικά - hø, Hay, hø-, høet
- σαπιοκάραβο στα δανικά - kar, badekar, tub, karbad, karret
- σαπισμένος στα δανικά - rådne, råddent, rotten, rådden, skidt
Τυχαίες λέξεις
Σαπίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rådne, såre dybt, dræber, døder, hjælp dræber
Μεταφράσεις: rådne, såre dybt, dræber, døder, hjælp dræber