Σαπίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σαπίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сцішваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαπίζω
σαπίζω αγγλικά, σαπίζω συνώνυμα, σαπίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σαπίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σανδάλι στα λευκορωσικά - сандал
- σανός στα λευκορωσικά - сена, сено
- σαπιοκάραβο στα λευκορωσικά - ванна, ваннай
- σαπισμένος στα λευκορωσικά - гнілы, гнілой, гнілую, гнілое, за гнілую
Τυχαίες λέξεις
Σαπίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сцішваць
Μεταφράσεις: сцішваць